Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το αστόχημα

См. также в других словарях:

  • ἀστόχημα — failure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστόχημα — το (AM ἀστόχημα) [αστοχώ] η αποτυχία, το σφάλμα …   Dictionary of Greek

  • ἀστοχημάτων — ἀστόχημα failure neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοχήμασιν — ἀστόχημα failure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοχήματα — ἀστόχημα failure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοχήματι — ἀστόχημα failure neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξαστοχιά — η [ξαστοχώ] 1. ξαστόχημα 2. αστόχημα, λησμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ξαστόχημα — το [ξαστοχώ] 1. το να πέσει κάποιος έξω από τους στόχους του, αστόχημα 2. παράλειψη που οφείλεται σε λησμοσύνη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»