-
1 αστόχημα
-
2 ἀστόχημα
-
3 αστοχημα
-
4 ἀστόχημα
ἀστόχημα, ατος, τό (s. ἀστοχέω; Plut. Curios. 520b) mistake, error ἐν πολλοῖς ὢν ἀστοχήμασι since I must deal w. numerous errors (in teaching) AcPlCor 2:2. -
5 αστόχημα
τό1) промах (при стрельбе); 2) неудача, провал; 3) см. αστοχία 3 -
6 ἀστόχημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστόχημα
-
7 ἀστόχημα
ἀ-στόχημα, das Verfehlen, der Irrtum -
8 αστοχια
-
9 промах
-
10 промах
η αστοχία, το αστόχημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > промах
-
11 αστόχισμα
το см. αστόχημα -
12 αστοχημάτων
-
13 ἀστοχημάτων
-
14 αστοχήμασιν
-
15 ἀστοχήμασιν
-
16 αστοχήματα
-
17 ἀστοχήματα
-
18 αστοχήματι
-
19 ἀστοχήματι
-
20 погрешность
-и θ.σφάλμα, λάθος, αμαρτία αστόχημα. || μειονέκτημα, ατέλεια, έλλειψη (για μηχανισμό, συσκευή κ.τ.τ.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀστόχημα — failure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστόχημα — το (AM ἀστόχημα) [αστοχώ] η αποτυχία, το σφάλμα … Dictionary of Greek
ἀστοχημάτων — ἀστόχημα failure neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχήμασιν — ἀστόχημα failure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχήματα — ἀστόχημα failure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοχήματι — ἀστόχημα failure neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαστοχιά — η [ξαστοχώ] 1. ξαστόχημα 2. αστόχημα, λησμοσύνη … Dictionary of Greek
ξαστόχημα — το [ξαστοχώ] 1. το να πέσει κάποιος έξω από τους στόχους του, αστόχημα 2. παράλειψη που οφείλεται σε λησμοσύνη … Dictionary of Greek